συνδιαφυλάσσω

συνδιαφυλάσσω
ΜΑ, και αττ. τ. συνδιαφυλάττω Α
διαφυλάσσω κάτι από κοινού με άλλον, βοηθώ και εγώ επίσης στη διατήρηση ή στη διαφύλαξη ενός πράγματος («ἀλλήλοις τὴν ἐλευθερίαν συνδιαφυλάξαι», επιγρ.)
αρχ.
1. φρουρώ μαζί με κάποιον, βοηθώ και εγώ στη φρούρηση («συνδιαφυλάσσειν φρούριον», επιγρ.)
2. διατηρώ ή διαφυλάσσω κάτι ακόμα («τὴν εὐσχημοσύνην τῷ πλήθει συνδιαφυλάσσειν», Λιβάν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαφυλάξαι — συνδιαφυλάσσω assist in preserving aor inf act συνδιαφυλάξαῑ , συνδιαφυλάσσω assist in preserving aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαφυλάσσει — συνδιαφυλάσσω assist in preserving pres ind mp 2nd sg συνδιαφυλάσσω assist in preserving pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαφυλάσσειν — συνδιαφυλάσσω assist in preserving pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαφυλάττειν — συνδιαφυλάσσω assist in preserving pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαφυλάττων — συνδιαφυλάσσω assist in preserving pres part act masc nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”