- συνδιαφυλάσσω
- ΜΑ, και αττ. τ. συνδιαφυλάττω Αδιαφυλάσσω κάτι από κοινού με άλλον, βοηθώ και εγώ επίσης στη διατήρηση ή στη διαφύλαξη ενός πράγματος («ἀλλήλοις τὴν ἐλευθερίαν συνδιαφυλάξαι», επιγρ.)αρχ.1. φρουρώ μαζί με κάποιον, βοηθώ και εγώ στη φρούρηση («συνδιαφυλάσσειν φρούριον», επιγρ.)2. διατηρώ ή διαφυλάσσω κάτι ακόμα («τὴν εὐσχημοσύνην τῷ πλήθει συνδιαφυλάσσειν», Λιβάν.).
Dictionary of Greek. 2013.